- ἐπιθέσθαι
- ἐπιτίθημιlayaor inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
напасти — НАПА|СТИ 1 (2*), ДОУ, ДЕТЬ гл. Нападать: помѧни пиюштааго теплѹ водѹ отъ слъньца въстопѣвъшѫ. и тѹ же порохѫ нападъшѫ. ѡть мѣста незавѣтръна. Изб 1076, 41; то же ЗЦ к. XIV, 73–74. НАПА|СТИ 2 (88), ДОУ, ДЕТЬ гл. 1. Припасть, приникнуть: видѧ же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
επιθέτω — και μέσ. επιτίθεμαι (AM ἐπιτίθημι και μέσ. ἐπιτίθεμαι) 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο, εφαρμόζω 2. βάζω κάτι στην κορυφή 3. μέσ. επιτίθεμαι εφορμώ, κάνω επίθεση εναντίον κάποιου νεοελλ. μέσ. αντιτίθεμαι, ελέγχω με σφοδρότητα κάποιον… … Dictionary of Greek
τρωγμός — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἐπιθέσθαι τὴν ὕλην τρωγμός» … Dictionary of Greek